- ανθόφυτος
- η , ο [ος , ον ] засаженный цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθόφυτος — η, ο (για τοποθεσία) αυτός που έχει φυτείες, καλλιέργειες ανθοφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + φυτος < φυτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γ. Παράσχο] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek